- Ἀνθρακίην
- Ἀνθρακίηfem acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνθρακιήν — ἀνθρακιά burning charcoal fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρακίην — ἀνθρακίας burnt to a cinder masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀνθρακιήν — ἀνθρακιήν , ἀνθρακιά burning charcoal fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαραίνω — (AM μαραίνω) 1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη θαλερότητα του, συντελώ στο να ξεραθεί ένα φυτό (α. «ο ήλιος μάς μάρανε τα λουλούδια» β. «ἐπὶ ἀνθέων τών μαραινομένων», Ερμογ.) 2. μτφ. κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει τη ζωτικότητα και τη φρεσκάδα του,… … Dictionary of Greek